-
1 καθ-ιζάνω
καθ-ιζάνω if, ἱζάνω), sich setzen, sich niederlassen; ϑεοὶ ϑῶκόνδε καϑίζανον Od. 5, 3; εἰς ϑρόνους Aesch. Eum. 29; ἡ μέλιττα ἐφ' ἅπαντα τὰ βλαστήματα Isocr. 1, 52; eben so construirt Arist. H. A. 8, 17; παρά τινα Polyaen. 8, 64.
См. также в других словарях:
καθιζάνω — (Α καθιζάνω, αιολ. τ. κατισδάνω) νεοελλ. 1. γεωλ. (για εδάφη) υποχωρώ προς τα κάτω, υφίσταμαι καθίζηση, καθίζω, κατολισθαίνω, βουλιάζω 2. (για ουσίες διαλυμένες σε υγρό) κατακαθίζω, κατέρχομαι στον πυθμένα ως ίζημα αρχ. κάθομαι, καθίζω («οἱ δὲ… … Dictionary of Greek